μολυβώνω

μολυβώνω
μετ.
1) писать карандашом; 2) исписать, исчертить, испачкать (карандашом); 3) тех свинцевать, покрывать, обрабатывать свинцом

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "μολυβώνω" в других словарях:

  • μολυβώνω — (Μ μολυβώνω) [μολύβι] μολυβδώνω, καλύπτω εσωτερικά ή εξωτερικά με μολύβι, σφραγίζω ή επενδύω με μόλυβδο νεοελλ. 1. λερώνω με μολύβι, σύρω ασκόπως γραμμές με μολύβι σε χαρτί ή άλλη επιφάνεια 2. χαράσσω γραμμές σε χαρτί ή γράφω κάτι με μολύβι,… …   Dictionary of Greek

  • μολυβώνω — μολύβωσα, μολυβωμένος, τραβώ γραμμές με μολύβι, μουντζουρώνω με μολύβι: Μολύβωσε όλα τα βιβλία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μολιβούμαι — μολιβοῡμαι, όομαι (Α) βλ. μολυβώνω …   Dictionary of Greek

  • μολυβωτός — ή, ο [μολυβώνω] μολυβδωτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»